- κύησιν
- κύησιςconceptionfem acc sgκύ̱ησιν , κύωconceivepres subj mp 2nd sg (epic)κύ̱ησιν , κύωconceivepres subj act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσφορώ — ( έω) (Α δυσφορῶ, έω) 1. αισθάνομαι δυσφορία 2. (για αρρώστους) αισθάνομαι ανησυχία («τῶν δὲ γυναικῶν πολλαὶ δυσφοροῡσι περὶ τὴν κύησιν», Αριστοτ.) αρχ. υπομένω με δυσκολία … Dictionary of Greek
ευγονώ — εὐγονώ, έω (Α) [εύγονος] είμαι γόνιμος, εύγονος («πρόβατα γάρ... εὐγονοῡντα πάλιν ὁρμᾷ πρὸς κύησιν», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek